Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης στην Αντιμετώπιση Χρόνιων Νοσημάτων: Ενοποιώντας Βιοψυχοκοινωνική και Συστημική Σκέψη
- enthesy
- Apr 16
- 2 min read
Η αντιμετώπιση της ψυχικής επιβάρυνσης σε άτομα με χρόνιες σωματικές παθήσεις αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα και απαιτητικά πεδία της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής πρακτικής. Η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (Acceptance and Commitment Therapy – ACT), ως εκπρόσωπος του τρίτου κύματος της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας (ΓΣΘ), παρέχει ένα ευέλικτο και εμπειρικά τεκμηριωμένο πλαίσιο για την ενίσχυση της ψυχολογικής ανθεκτικότητας και την καλλιέργεια μιας λειτουργικής σχέσης με τον πόνο, την απώλεια και τη μεταβολή της υγείας. Όταν η ACT εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, συστημικά πληροφορημένο και βιοψυχοκοινωνικά θεμελιωμένο πλαίσιο, αποκτά αυξημένη θεραπευτική ισχύ.
Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο υπογραμμίζει ότι η υγεία και η ασθένεια δεν αποτελούν αποκλειστικά βιολογικά φαινόμενα αλλά αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπειρία της χρόνιας νόσου αποκτά ιδιαίτερο ψυχολογικό βάρος: επηρεάζει την ταυτότητα, περιορίζει τις επιλογές, προκαλεί υπαρξιακές ανασφάλειες και αποσταθεροποιεί το σύστημα σχέσεων του ατόμου. Οι παραδοσιακές γνωστικές ή συμπεριφορικές παρεμβάσεις συχνά αποδεικνύονται ανεπαρκείς, καθώς ο στόχος της «διόρθωσης» ή «εξάλειψης» του πόνου δεν είναι εφικτός.
Η ACT παρεμβαίνει ακριβώς εδώ, με μια φιλοσοφία που βασίζεται στην αποδοχή του αναπόφευκτου πόνου και στην ευθυγράμμιση της ζωής με τις προσωπικές αξίες. Ο θεραπευτικός στόχος δεν είναι η εξάλειψη των δυσφορικών συναισθημάτων ή σκέψεων, αλλά η μεταβολή της σχέσης με αυτά – μέσω της αποδέσμευσης, της ενσυνειδητότητας, και της καλλιέργειας της ψυχολογικής ευελιξίας. Για παράδειγμα, ένα άτομο με σκλήρυνση κατά πλάκας δεν καλείται να αρνηθεί τον περιορισμό, αλλά να αποδεχτεί την εμπειρία του πόνου, ή των σωματικών ενοχλήσεων, χωρίς να την αφήνει να καθορίσει τη συμπεριφορά του. Αντ’ αυτού, διδάσκεται να στραφεί προς δραστηριότητες και στόχους που έχουν αξία για το ίδιο το άτομο – ακόμη και μέσα στην αβεβαιότητα και τη σωματική φθορά.
Η συστημική ψυχοθεραπεία, όταν συνδυαστεί με την ACT, προσφέρει μια επιπλέον διάσταση. Η ασθένεια διαταράσσει όχι μόνο το άτομο αλλά και τις σχέσεις του: ενεργοποιούνται νέοι ρόλοι, παλαιά μοτίβα και μη συνεισητές προσδοκίες. Η συστημική ματιά βοηθά τον θεραπευτή να αναγνωρίσει τα επίπεδα επιρροής και να παρέμβει όχι μόνο στο ατομικό αλλά και στο διαπροσωπικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, η χρόνια ασθένεια ενός γονέα μπορεί να αναδιοργανώσει τη δυναμική ολόκληρης της οικογένειας, με τα παιδιά να αναλαμβάνουν πρόωρα ρόλους φροντίδας και τον/τη σύντροφο να παλεύει με το αίσθημα απώλειας και ευθύνης. Η εφαρμογή ACT σε ομαδικά ή συστημικά πλαίσια ενισχύει την ενσυνειδητότητα των μελών, την αυθεντική επικοινωνία και τη συναισθηματική αποδοχή.
Η πρακτική εφαρμογή της ACT σε αυτό το περιβάλλον απαιτεί ευελιξία και ακρίβεια. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει τους θεραπευόμενους να εντοπίζουν τις αυτόματες στρατηγικές αποφυγής/αποστροφής, να παρατηρούν τις σκέψεις ως νοητικά συμβάντα (και όχι ως αλήθειες), και να επιλέγουν συνειδητά πορείες που εναρμονίζονται με τις αξίες τους. Η ενσυνειδητότητα, όχι ως τεχνική αλλά ως στάση ύπαρξης, διαπερνά ολόκληρη τη θεραπευτική διαδικασία.
Για τον επαγγελματία ψυχικής υγείας, η ενσωμάτωση της ACT στη συστημική σκέψη και το ΒιοΨυχοΚοινωνικό μοντέλο δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Οι χρόνιες παθήσεις απαιτούν θεραπευτική προσέγγιση που να αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα της εμπειρίας, να επιτρέπει την αποδοχή του πένθους και της αλλαγής, και να ενισχύει τη βιωσιμότητα της ύπαρξης μέσα σε πραγματικές συνθήκες περιορισμού.
Η ACT, σε αυτό το εννοιολογικό και πρακτικό πλαίσιο, δεν είναι απλώς μια μέθοδος – είναι μια πρόταση για το πώς να υπάρχουμε με επίγνωση, ευαισθησία και δέσμευση, ακόμη και μέσα στον πόνο.